- περίποτος
- περίποτος, ον, ([etym.] πίνω) of a cup,A to be drunk from on both sides (to explain δέπας ἀμφικύπελλον), Ath.11.783b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περίποτος — ον, Α (κυρίως χρησιμοποιείται ως ερμηνεία τού δέπας ἀμφικύπελλον) (για ποτήρι ή κύπελλο) αυτός από τον οποίο μπορεί κανείς να πιει και από τις δύο πλευρές του («ἄλλοι δὲ τὴν ἀμφὶ ἀντὶ τῆς περὶ εἶναί φασι, ἵν ᾖ περίποτον, τὸ πανταχόθεν πίνειν… … Dictionary of Greek
περίποτον — περίποτος to be drunk from on both sides masc/fem acc sg περίποτος to be drunk from on both sides neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)